- θαλασσομαχώ
- (ε) αμετ1) сражаться на море; 2) бороться со штормом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλασσομαχώ — (AM θαλασσομαχῶ, έω) [θαλασσομάχος] κάνω ναυμαχία, μάχομαι στη θάλασσα (νεοελλ. μσν.) παλεύω με τα θαλάσσια κύματα, θαλασσοδέρνομαι, θαλασσοπνίγομαι … Dictionary of Greek
θαλασσομαχώ — θαλασσομάχησα 1. ναυμαχώ. 2. θαλασσοδέρνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλασσομαχητό — το [θαλασσομαχώ] η πάλη με τα κύματα … Dictionary of Greek